ένα

ένα
με... быть заодно с...;
2. αντων. (употр, с артиклем) один; каждый;

ο ένα τον άλλο — один другого, друг друга;

ο ένα μετά τον άλλο — или ο ένα κατόπιν τού άλλου — один за другим;

ο ένα... ο άλλος — один... другой...;

δεν ακούω τον ένα και τον άλλο никого не слушаю;

ο ένα με τον άλλο — друг с другом;

§ απ' τη μιά..., απ' την άλλη... с одной стороны..., с другой стороны...;

ένα καν κανένας — погов, один в поле не воин;

3. αρθρ. (обычно не переводится) некто, некий, какой-то;
μιά φορά κι' έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μιά γριά жили-были старик со старухой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ένα" в других словарях:

  • .ένα — ἕνα , ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) ἕνα , εἷς sem masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνα — ἔνᾱ , νάω flow imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • ἕνα — ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) εἷς sem masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνα... ἀλλά λέοντα. — ἔνα... ἀλλά λέοντα. См. Редко, да метко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ένα — το ουδ. του αριθμού ένας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑνά — ἑνάς unit fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»